- φωσφορώ
- -έω, Α [φωσφόρος]1. φέρνω φως, φωτίζω2. (αμτβ.) (κυρίως για τη σελήνη και για διάφορους πλανήτες) εμφανίζομαι στον ορίζοντα τη χρονική στιγμή που απέχω περισσότερο από 15° από τον Ήλιο, επιτέλλω3. (μτβ.) μτφ. φέρνω στο φως, φέρνω στη ζωή («ὥσπερ αἱ μαῖαι φωσφοροῡσι τὰ ἔμβρυα», Πλάτ.)4. φρ. «οἱ φωσφοροῡντες τόποι» — οι θέσεις επιτολής (Πτολ.).
Dictionary of Greek. 2013.